- μοιραρχία
- η1. το αξίωμα τού μοιράρχου2. περιοχή δικαιοδοσίας τού μοιράρχου3. οίκημα όπου εδρεύει ο μοίραρχος και τα γραφεία τής υπηρεσίας του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.