μοιραρχία

μοιραρχία
η
1. το αξίωμα τού μοιράρχου
2. περιοχή δικαιοδοσίας τού μοιράρχου
3. οίκημα όπου εδρεύει ο μοίραρχος και τα γραφεία τής υπηρεσίας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιραρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιραρχία ή στον μοίραρχο 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραρχικό ναυτ. το σήμα τού αρχηγού τής μοίρας που υψώνεται στο επιστήλιο τού πρωραίου συνήθως ιστού τού πολεμικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει μοίραρχος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”